- θρυψάλιασμα
- το, -ατοςτο να γίνει κάτι θρύψαλα, το να θρυμματιστεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.